- μαλακτικῶν
- μαλακτικόςemollientfem gen plμαλακτικόςemollientmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταμάρινδος — Φυτό της οικογένειας των καισαλπινιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Είναι δέντρο μεγαλοπρεπές με θολωτή και ευλύγιστη κόμη. Ψηλό έως 30 μ., έχει φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή, σύνθετα από 10 20 ζεύγη φυλλάρια, ωοειδή ελλειψοειδή … Dictionary of Greek